- σκυβελίτης
- ὁ, Α(ενν. οἶνος) κρασί που προέρχεται από χυμό ο οποίος στάζει από τα ώριμα σταφύλια και όχι από τη σύνθλιψή τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σκύβελα, περιοχή τής Παμφυλίας + κατάλ. -ίτης* (πρβλ. μηλ-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σκυβελίτης — from masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκυβελίτην — Σκυβελίτης from masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκυβελίτου — Σκυβελίτης from masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκυβελίτῃ — Σκυβελίτης from masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκυβελίτας — Σκυβελίτᾱς , Σκυβελίτης from masc acc pl Σκυβελίτᾱς , Σκυβελίτης from masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)